σηκός 11
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
σηκώδης — ῶδες, Α [σηκός] αυτός που έχει το σχήμα σηκού … Dictionary of Greek
σηκώδεις — σηκώδης chapel like masc/fem acc pl σηκώδης chapel like masc/fem nom/voc pl (attic epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)